Ὁρμαί — Ὅρμή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαί — ὁρμή rapid motion forwards fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁρμᾶι — Ὁρμᾷ , Ὅρμή fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμή — η (ΑΜ ὁρμή) 1. βίαιη και ορμητική κίνηση προς τα εμπρός («η ορμή με την οποία έκανε επίθεση το στράτευμα υπερνίκησε τον εχθρό») 2. (σχετικά με πράγματα ή φυσικά φαινόμενα) ένταση, σφοδρότητα (α. «η ορμή τού ανέμου» β. «θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν… … Dictionary of Greek
σπαργή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. διόγκωση τού κυτταροπλάσματος και κυρίως τών χυμοτοπίων ενός φυτικού κυττάρου, η οποία οφείλεται στη διείσδυση νερού στο εσωτερικό τους, όταν το κύτταρο βυθίζεται σε ένα υποτονικό διάλυμα, δηλαδή σε ένα διάλυμα με μικρότερη… … Dictionary of Greek
(s)p(h)ereg-, (s)p(h)erǝg-, (s)p(h)rēg- (nasal. spreng-) — (s)p(h)ereg , (s)p(h)erǝg , (s)p(h)rēg (nasal. spreng ) English meaning: to rush, hurry; to scatter, sprinkle Deutsche Übersetzung: “zucken, schnellen” and ‘streuen, sprinkle, spritzen” Note: g extension to sp(h)er Material: A … Proto-Indo-European etymological dictionary